βοτρυοειδῆ

βοτρυοειδῆ
βοτρυοειδής
like a bunch of grapes
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
βοτρυοειδής
like a bunch of grapes
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
βοτρυοειδής
like a bunch of grapes
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγαπητός — (agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • κορυμβίας — κορυμβίας, ου, ὁ (Α) [κόρυμβος] είδος κισσού που ονομάστηκε έτσι από τα βοτρυοειδή άνθη του και τον καρπό του …   Dictionary of Greek

  • λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • μήλωθρον — μήλωθρον, τὸ (ΑΜ) μσν. βαμμένα έρια αρχ. είδος φυτού με βοτρυοειδή καρπό, αγριάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «βάφω μάλλινα» (πρβλ. μήλω ση) + επίθημα θρον (πρβλ. ζύγω θρον, καρκίνω θρον)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”